- απόσκιο
- το тенистое место, тень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόσκιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει σκιά: Έδεσαν τα ζωντανά τους σ ένα μέρος απόσκιο· το ουδ. ως ουσ., το απόσκιο τόπος σκιερός: Ας καθίσουμε εκεί που είναι απόσκιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόσκιος — α, ο [σκιά] 1. αυτός που παρέχει σκιά ή βρίσκεται σε σκιά, ο σκιερός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόσκιο ή τα απόσκια τόπος σκιερός … Dictionary of Greek